- λιποψυχία
- λιποψυχίᾱ , λιποψυχίαswooningfem nom/voc/acc dualλιποψυχίᾱ , λιποψυχίαswooningfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιποψυχία — και λιποψυχιά, η (AM λιποψυχία, Α και λειποψυχία) [λιποψυχώ] λιποθυμία («ἀδυναμία γὰρ αἰσθήσεων ἡ λιποψυχία», Αριστοτ.) νεοελλ. απώλεια θάρρους, δείλιασμα, ατολμία … Dictionary of Greek
λιποψυχία — η δείλιασμα, λιγοψυχιά: Η λιποψυχία του τον έκανε να νιώθει ντροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποψυχίας — λιποψυχίᾱς , λιποψυχία swooning fem acc pl λιποψυχίᾱς , λιποψυχία swooning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποψυχίαν — λιποψυχίᾱν , λιποψυχία swooning fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
αποκάρωμα — το κ. αποκαρωμάρα, η 1. υπνηλία, νάρκη 2. δειλία, λιποψυχία … Dictionary of Greek
κοντοπνοά — κοντοπνοά, ή (Μ) 1. λαχάνιασμα 2. λιποψυχία, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * πνοή ή ίσως εσφ. τ. τού κοντο πνιά (< κοντο πνέω)] … Dictionary of Greek
λειποψυχία — λειποψυχία, ἡ (Α) βλ. λιποψυχία … Dictionary of Greek